ταχύδακρυς
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
υ, gen. υος, soon moved to tears, Luc.Nav. 2.
German (Pape)
[Seite 1076] ν, gen. υος, bald od. leicht weinend, Luc. Navig. 2.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
prompt à pleurer.
Étymologie: ταχύς, δάκρυ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύδακρυς: 2, gen. υος (χῠ) плаксивый: τ. ἔς τι Luc. заливающийся слезами по поводу чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύδακρυς: υ, γεν. -υος, ὁ ταχέως εἰς δάκρυα κινούμενος, εὐκόλως δακρύων, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 2.
Greek Monolingual
-υ, Α
αυτός που δακρύζει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -δάκρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύδακρυς].
Greek Monotonic
τᾰχύδακρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που δακρύζει εύκολα, σε Λουκ.
Middle Liddell
τᾰχύ-δακρυς, υ,
soon moved to tears, Luc.