ὀρθοχαίτης
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
ὀρθοχαίτου, ὁ, with hair standing on end, Str.15.1.57; Glossaria on φριξολόφος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, mit grade emporgesträubten Haaren, Hesych. erkl. ὀρθόλοφος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοχαίτης: -ου, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ φριξολόφος. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀρθοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει υψωμένη τη χαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. ευρυχαίτης].