πυρίτιδα

From LSJ
Revision as of 14:45, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

η / πυρῖτις, -ίτιδος, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» — εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα σχετικά χαμηλής περιεκτικότητας σε άζωτο, που διαλύεται πλήρως σε μίγμα αιθέρα-αιθυλικής αλκοόλης στην οποία προσέθεταν παλιότερα μια μικρή ποσότητα διφαινυλαμίνης, η οποία δρα ως σταθεροποιητής, ενώ σήμερα ως πρώτη ύλη χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά καθαρή κυτταρίνη προερχόμενη από την κατεργασία ξύλων, αντί τών ινών του βαμβακιού που χρησιμοποιούνταν παλιότερα
νεοελλ.-μσν.
η πρώτη εκρηκτική ύλη που παρασκεύαζε ο άνθρωπος και η οποία είναι μίγμα νίτρου, θείου και ξυλάνθρακα χρησιμοποιούμενη σήμερα σε περιορισμένες εφαρμογές λόγω της εμφανούς υπεροχής της άκαπνης πυρίτιδας, αλλ. μαύρη πυρίτιδα, κν. μπαρούτι
αρχ.
1. το φυτό πύρεθρο
2. άγνωστος πολύτιμος λίθος
3. το φυτό νάρδος ορεινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -ῖτις, θηλ. του -ίτης].