πεισμονή
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
English (LSJ)
ἡ,
A persuasion, Ep.Gal.5.7, cf. PMag.Par.2.274, PLond.5.1674.36 (vi A. D.). 2 confidence, ἡ ἐξ ἀλλήλων πρὸς ἀλλήλους γινομένη π. A.D.Synt.299.17. II quality of a cable, pertinacity, Eust.28.24, 741.8, etc.
German (Pape)
[Seite 547] ἡ, = πεῖσμα 3, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
πεισμονή: ἡ, τὸ πείθειν, καταπείθειν, κατάπεισις, Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 7, Ἰουστῖν. Μάρτ. 87D Paris. ΙΙ. ἡ ἰδιότης καλῳδίου, ἐπιμονή, ἐμμονή, Εὐστάθ. 28. 24., 741. 8, κτλ.· - παρ’ αὐτῷ φέρεται καὶ πεισμονικός, ή, όν, = πεισματικός, ἤ, ὅν, = πεισματικός, Πονημάτ. 24. 66, 25. 28.