λοφιήτης
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
λοφιήτου, ὁ, dweller on the hills, epithet of Pan, formed like πολιήτης, AP6.79 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui habite les collines (Pan).
Étymologie: λοφιά.
German (Pape)
ὁ, der Hügelbewohner, Pan, ὦ λοφιῆτα, Agath. 37 (VI.79); vgl. Lobeck zu Phryn. 700.
Russian (Dvoretsky)
λοφιήτης: ου ὁ обитатель холмов (эпитет Пана) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λοφιήτης: -ου, ὁ, (λόφος) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, πολιήτης, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.
Greek Monolingual
λοφιήτης, ὁ (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης.
Greek Monotonic
λοφῐήτης: -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
Middle Liddell
λοφιήτης, ου, ὁ, [from λοφιά
a dweller on the hills, of Pan, Anth.