λοφιήτης

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφῐήτης Medium diacritics: λοφιήτης Low diacritics: λοφιήτης Capitals: ΛΟΦΙΗΤΗΣ
Transliteration A: lophiḗtēs Transliteration B: lophiētēs Transliteration C: lofiitis Beta Code: lofih/ths

English (LSJ)

λοφιήτου, ὁ, dweller on the hills, epithet of Pan, formed like πολιήτης, AP6.79 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui habite les collines (Pan).
Étymologie: λοφιά.

German (Pape)

ὁ, der Hügelbewohner, Pan, ὦ λοφιῆτα, Agath. 37 (VI.79); vgl. Lobeck zu Phryn. 700.

Russian (Dvoretsky)

λοφιήτης: ου ὁ обитатель холмов (эпитет Пана) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λοφιήτης: -ου, ὁ, (λόφος) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, πολιήτης, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.

Greek Monolingual

λοφιήτης, ὁ (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης.

Greek Monotonic

λοφῐήτης: -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λοφιήτης, ου, ὁ, [from λοφιά
a dweller on the hills, of Pan, Anth.