μυρτίς
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A = μύρτον 1, Diph.79 (pl.), Plb.12.2.3 (pl.), Gp.11.8 tit. (pl.).
II = μυρτίδανον II, Orib.Eup.2.1.
German (Pape)
[Seite 222] ίδος, ἡ, die Myrthenkrone; Diphil. bei Ath. II, 52 e; Pol. ib. XIV, 651 d.
Russian (Dvoretsky)
μυρτίς: ίδος (ῐδ) ἡ миртовый венок Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτίς: -ίδος, ἡ, = μύρτον, Δίφιλος ἐν «Τελεσίᾳ» 1, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 651D.
Greek Monolingual
μυρτίς, ἡ (ΑΜ)
ο καρπός της μύρτου, το μύρτο
2. μυρτίδανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ίς (πρβλ. μυρρίς)].