πυροκλοπία

From LSJ
Revision as of 09:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠροκλοπία Medium diacritics: πυροκλοπία Low diacritics: πυροκλοπία Capitals: ΠΥΡΟΚΛΟΠΙΑ
Transliteration A: pyroklopía Transliteration B: pyroklopia Transliteration C: pyroklopia Beta Code: puroklopi/a

English (LSJ)

ἡ, theft of fire, AP6.100 (Crin., v.l. πυρικλοπία).

German (Pape)

[Seite 823] ἡ, das Feuerstehlen des Prometheus, Ep. ad. 123 (VI, 100, Crinag.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de dérober le feu du ciel.
Étymologie: πῦρ, κλέπτω.

Russian (Dvoretsky)

πῠροκλοπία:похищение огня Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πῠροκλοπία: ἡ, κλοπὴ τοῦ πυρός, Ἀνθ. Π. 6. 100.

Greek Monolingual

και πυρικλοπία, ἡ, Α
(σχετικά με τον Προμηθέα) η κλοπή της φωτιάς («οἷα Προμηθείης μνῆμα πυροκλοπίης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο-/ πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -κλοπία (< -κλοπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογοκλοπία].

Greek Monotonic

πῠροκλοπία: ἡ (κλοπή), κλοπή της φωτιάς, σε Ανθ.

Middle Liddell

πῠρο-κλοπία, ἡ, κλοπή
a theft of fire, Anth.