ῥυποκόνδυλος
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
ῥυποκόνδυλον, with dirty knuckles, especially of one who imitates the Laconians, Pl.Com.124, Ar.Fr.718.
German (Pape)
[Seite 852] mit schmutzigen Fingergelenken, dah. überhaupt ein unsauberer Mensch, Schmutzfinke; Aristophan. in B. A. 474; Plat. com. bei Arist. eth. 4, 7; vgl. Suid. u. Eust. zu Od. p. 1828, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠποκόνδῠλος: -ον, ὁ ἔχων ῥυπαροὺς κονδύλους, μάλιστα δὲ ὁ μιμούμενος τοὺς Λάκωνας, γλίσχρος, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 2 (ἔνθα ἴδε Meineke), πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 620. - Ἡσύχ.: «ῥυποκονδύλους· ἀεὶ ῥυπῶντας καὶ ῥυπαρούς».
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (ιδίως για κάποιον που μιμείται τους Λάκωνες) αυτός που έχει ακάθαρτους κονδύλους, ρυπαρές αρθρώσεις δακτύλων
2. συνεκδ. γλίσχρος, πενιχρός, ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + κόνδυλος (πρβλ. μονοκόνδυλος)].