ὀροφίας

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροφίας Medium diacritics: ὀροφίας Low diacritics: οροφίας Capitals: ΟΡΟΦΙΑΣ
Transliteration A: orophías Transliteration B: orophias Transliteration C: orofias Beta Code: o)rofi/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, living under a roof, μῦς ὀροφίας the common mouse, opp. μῦς ἀρουραῖος, Ar.V.206; ὀροφίας ὄφις a tame house-snake, Hsch.

German (Pape)

[Seite 386] ὁ, unter dem Dache, im Hause befindlich, μῦς, Hausmaus, Schol. Ar. Vesp. 206, ὄφις, Hausschlange, vgl. Ar. a. a. O.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui vit sous les toits.
Étymologie: ὀροφή.

Russian (Dvoretsky)

ὀροφίᾱς: ου adj. m живущий под крышей, т. е. домашний (μῦς Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀροφίας: -ου, ὁ, ὁ ζῶν καὶ κατοικῶν ὑπὸ στέγην, μῦς ὀρ., ὁ κοινὸς μῦς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μῦς ἀρουραῖος, Ἀριστοφ. Σφ. 206· ὀρ. ὄφις, κατοικίδιος ἢ ἥμεμος, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 342.

Greek Monolingual

ὀροφίας, ὁ (Α)
αυτός που ζει κάτω από οροφή, δηλ. σε σπίτι, κατοικίδιος («μῦς... ὀροφίας» — ο κοινός ποντικός, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροφος / ὀροφή + κατάλ. -ιας (πρβλ. κλιματίας)].

Greek Monotonic

ὀροφίας: -ου, ὁ, αυτός που ζει κάτω από μια στέγη, μῦς ὀροφίας, το κοινό ποντίκι, σε αντίθ. προς το μῦς ἀρουραῖος, σε Αριστοφ.