ὁρκωμότης

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκωμότης Medium diacritics: ὁρκωμότης Low diacritics: ορκωμότης Capitals: ΟΡΚΩΜΟΤΗΣ
Transliteration A: horkōmótēs Transliteration B: horkōmotēs Transliteration C: orkomotis Beta Code: o(rkwmo/ths

English (LSJ)

ὁρκωμότου, ὁ,
A juror, IG5(2).261.2 (Mantinea, vi B. C.), 9(1).333.16 (Locr., v B. C.), cf. Poll.1.38.
2 = ὁρκωτής (q.v.), Ostr.Bodl.i 275 (ii/i B. C.).

German (Pape)

[Seite 379] ὁ, der einen Eid schwört, Phot. lex. verwirft es, wie ὁρκιστής, und läßt nur ὁρκωτής gelten.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκωμότης: -ου, ὁ, = ὁρκωτής, Πολυδ. Α΄, 38, Ἐπιγραφ. ἐν Philolog. Transact. 6. 182.

Greek Monolingual

ὁρκωμότης, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί
2. αυτός που ορκίζει σε δικαστήριο, ορκωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅρκον ὀμόσαι, με επίθημα -της (πρβλ. συνωμότης). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].