ἐμπαιγμός
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
English (LSJ)
ὁ, mockery, mocking, LXX Si.27.28, al., Ep.Hebr.11.36 (pl.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 mofa, escarnio ἐμπαιγμὸς καὶ ὀνειδισμὸς ὑπερηφάνῳ LXX Si.27.28, δέδωκά σε ... εἰς ἐμπαιγμὸν πάσαις ταῖς χώραις LXX Ez.22.4, αἱ ψύαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμῶν mis lomos se llenaron de escarnios LXX Ps.37.8, cf. 2Ma.7.7, 3Ma.5.22, ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον otros soportaron la prueba de escarnios y latigazos, Ep.Hebr.11.36, cf. Origenes Io.1.11 (p.17), Eust.1594.46.
2 burla, engaño ἐμπαιγμὸς γάρ ἐστι καὶ ψεῦδος ἡ ἐπιθυμία Chrys.M.63.53, Hsch.s.u. ἐνεασμός.
German (Pape)
[Seite 809] ὁ, das Verspotten, LXX., N. T
French (New Testament)
οῦ (ὁ) raillerie ; moquerie
ἐμπαίζω
English (Strong)
from ἐμπαίζω; derision: mocking.
Greek Monolingual
ο (AM ἐμπαιγμός)
χλευασμός, κοροϊδία
νεοελλ.
εξαπάτηση.
Chinese
原文音譯:™mpaigmÒj 恩-派格摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在內-打擊(著)
字義溯源:戲弄,嘲笑,輕蔑;源自(ἐμπαίζω)=愚弄);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(παίζω)=玩弄)組成,而 (παίζω)出自(παῖς)*=孩童)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 戲弄(1) 來11:36