μηκόθεν
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
Adv., (μῆκος) from afar, στᾶσα ἔφη Aesop.243; μ. βλέπειν Paul.Aeg.5.42.
German (Pape)
[Seite 171] von fern, von weitem her, Schol. Soph. Phil. 180 u. Sp.; die Schreibart μήκοθεν ist gegen die Regel.
French (Bailly abrégé)
adv.
de loin.
Étymologie: μῆκος, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
μηκόθεν: adv. вдалеке или издали (στῆναι Aesop.).
Greek (Liddell-Scott)
μηκόθεν: Ἐπίρρ. (μῆκος) μακρόθεν, «ἀπὸ μακρυά», στῆναι Αἴσωπ. 356· μ. βλέπειν Παῦλ. Αἰγ. 5. 42.
Greek Monolingual
μηκόθεν και μήκοθεν (ΑΜ)
επίρρ. από μακριά, μακρόθεν («ἀλώπηξ δὲ μηκόθεν στᾱσα ἔφη», Αισώπ. Μύθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆκος + επίρρμ. κατάλ. -όθεν (πρβλ. υψόθεν)].