διασκεδαστικός

From LSJ
Revision as of 07:35, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "theilen" to "teilen")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεδαστικός Medium diacritics: διασκεδαστικός Low diacritics: διασκεδαστικός Capitals: ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaskedastikós Transliteration B: diaskedastikos Transliteration C: diaskedastikos Beta Code: diaskedastiko/s

English (LSJ)

διασκεδαστική, διασκεδαστικόν, fitted for dispersing or digesting, ἀρχομένης ὑποχύσεως Dsc.3.80, cf. 5.115.

Spanish (DGE)

-ή, όν
que disipa o desintegra las cataratas oculares, Dsc.3.80, δύναμις ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115.

German (Pape)

[Seite 602] zerteilend, von Arzeneien, Diosc.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διασκεδαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. τερπνός, ψυχαγωγικός
2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση
2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός.