κονιατήρ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
κονιατῆρος, ὁ, plasterer, IG42(1).102.251 (Epid.).
Greek Monolingual
κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].
Translations
plasterer
Bulgarian: мазач; Catalan: guixaire; Chinese Mandarin: 石膏工, 泥瓦匠; Dutch: stukadoor; Finnish: rappari; French: plâtrier, plâtreur; German: Stuckateur, Stuckarbeiter, Gipser; Greek: αμμοκονιαστής, κονιατής, κονιαστής, σοβατζής; Ancient Greek: ἀλβάριος, γυψεμπλαστής, γυψοπλάστης, γυψωτής, κονιατήρ, κονιατής, κονιάτης, ὑπαγωγεύς, χρίστης; Hebrew: טַיָּח, טַיֶּחֶת; Japanese: 左官; Kazakh: сылақшы; Latin: tector; Norman: pliâtreux; Ottoman Turkish: مالهجی; Polish: tynkarz; Romanian: stucator, tencuitor; Russian: штукатур; Spanish: yesero, yesera, enlucidor, enlucidora, revocador, revocadora; Turkish: sıvacı