τριχώδης
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
τριχῶδες,
A like hair, like a hair, Arist.HA620b17, PA691a7, al., Thphr. HP 4.9.2, 6.2.8.
2 metaph., φωνία τ. notes fine as hairs, Arist.Aud.803b24.
3 mixed with hair, πηλός Hp.Morb.3.17.
4 τριχώδη· ὄργανα πολιορκητικά, πρὸς χώρησιν (fort. ὀχύρωσιν) ἐπιτήδεια, Hsch.
German (Pape)
ες, haarähnlich, haarig, haarfein, Arist. H.A. 9.37; von der Stimme, audib. 57.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχώδης:
1 обросший волосами (πτερά Arst.);
2 похожий на волос, волосной (πόροι Arst.);
3 перен. тонкий как волос (φωνία Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς τρίχα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 21, π. Ζ. Μορ. 4. 11, 5, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., φωναὶ τρ., μικραὶ καὶ λεπταὶ φωναί, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 57.
Greek Monolingual
-ες / τριχώδης, -ῶδες, ΝΑ θρίξ, τριχός]
όμοιος με τρίχα, τριχοειδής
νεοελλ.
γεμάτος τρίχες, τριχωτός
αρχ.
1. αναμεμιγμένος με τρίχες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τριχώδη
(κατά τον Ησύχ.) «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή πιθανώς ὀχύρωσιν] ἐπιτήδεια»
3. φρ. «φωναὶ τριχώδεις»
μτφ. λεπτές φωνές.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχώδης -ες [θρίξ] lijkend op haar, haarachtig.