ἐγκλύζω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
fut. -ύσω,
A rinse the inside of a thing, οἴνῳ with wine, D.S. 1.91.
2 soak, Dsc.5.75.
3 treat by clysters, τινά Id.4.154:—Pass., to be administered as a clyster or injection, Id.1.73, Eup.1.197, etc.
Spanish (DGE)
I lavar, bañar τὸν ἔνδεσμον en un proceso metalúrgico, Dsc.5.75.8.
II medic.
1 hay que limpiar por dentro τὸ ἕλκος Archig.69L., οἴνῳ en el proceso de momificación, D.S.1.91 (var.).
2 administrar con clister ἔλαιον θερμὸν ἐς τὰς ὑστέρας Hp.Mul.2.131
•c. ac. del paciente administrar una lavativa a τούτῳ ἔγκλυζε τὸν πάσχοντα Gal.13.296, cf. Dsc.4.154, en v. pas. Dsc.1.73.3, Eup.1.197.
German (Pape)
[Seite 708] 1) inwendig ausspülen mit einem Klystier, Medic.; D. Sic. 1, 91. – 2) Einem ein Klystier beibringen, τινί, Medic.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκλύζω: полоскать, промывать (οἴνῳ φοινικείῳ τι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκλύζω: μέλλ., -ύσω, πλύνω τὸ ἐσωτερικόν τινος, ἕτερος δὲ καθαίρει τῶν ἐγκοιλίων ἕκαστον ἐγκλύζων οἴνῳ φοινικείῳ καὶ θυμιάματι, περὶ τῶν ταριχευτῶν ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 91. 2) θεραπεύω διὰ κλυσμάτων, ἐγκλύζουσι τοὺς ἰσχιδιακοὺς Διοσκ. 4. 158. ‒ Παθ., τίθεμαι ὡς κλύσμα, ὁ αὐτ. 1. 101, κτλ.
Greek Monolingual
(AM ἐγκλύζω)
πλένω το εσωτερικό
αρχ.
1. υγραίνω, μουσκεύω
2. θεραπεύω με υποκλυσμούς.