ἕκπλεθρος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ἕκπλεθρον, six plethra long, Phryn.387; in ἕκπλεθρος ἀγών, = στάδιον, E.El.883, and κῶλον ἕ. δρόμου Id.Med.1181 (where Sch. expl. μέγα καὶ ὑπερβαῖνον πλέθρου μέτρον) ἔ. is the better reading, narrowing.
Spanish (DGE)
v. ἑξάπλεθρος.
German (Pape)
[Seite 773] sechs Plethren, also ein Stadium lang, ἀγών, = στάδιον, Eur. El. 883; δρόμος Med. 1181.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long de six plèthres.
Étymologie: ἕξ, πλέθρον.
Russian (Dvoretsky)
ἕκπλεθρος: равный шести плетрам, т. е. одному стадию (или 185 м) (δρόμος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἕκπλεθρος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ πλέθρων, ἕκπλ. ἀγὼν = στάδιον, Εὐρ. Ἠλ. 883· ἕκπλ. δρόμος ὁ αὐτ. Μήδ. 1181. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύν. 414.
Greek Monolingual
ἕκπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων.
Greek Monotonic
ἕκπλεθρος: -ον (ἕξ, πλέθρον), αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ.