ἀνταγορεύω

Revision as of 11:42, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A speak against, reply, ἀντᾱγόρευσεν Pi.P.4.156.
II gainsay, contradict, τοῖς ἄρχουσιν Ar.Ra.1072.

Spanish (DGE)

(ἀντᾰγορεύω) 1 responder, replicar ἀνταγόρευσε καὶ Πελίας Pi.P.4.156.
2 llevar la contraria, contradecir τοῖς ἄρχουσιν Ar.Ra.1072.

German (Pape)

[Seite 243] dagegen sprechen, antworten, Pind. P. 4, 156; widersprechen, Ar. Ran. 1070.

French (Bailly abrégé)

1 parler contre, contredire, τινι;
2 répondre.
Étymologie: ἀντί, ἀγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντᾰγορεύω: (Pind. ᾱγ)
1 говорить в ответ, отвечать Pind.;
2 противоречить, прекословить (τινί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντᾰγορεύω: ἀγορεύω ἐναντίον τινός, ἀποκρίνομαι, ἀντᾰγόρευσεν Πινδ. Π. 4. 278. ΙΙ. ἀντιλέγω, ἀνταγορεύειν τοῖς ἄρχουσι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1072.

English (Slater)

ἀνταγορεύω reply ἀκᾷ δ' ἀντᾶγόρευσεν καὶ Πελίας (P. 4.156)

Greek Monolingual

ἀνταγορεύω)
1. αγορεύω εναντίον κάποιου, αποκρίνομαι στην απολογία εναγόμενου
2. αντικρούω, αντιλέγω.

Greek Monotonic

ἀντᾰγορεύω: μέλ. -σω, μιλώ ενάντια σε, απαντώ, αποκρίνομαι, σε Πίνδ.· αντιπαρατίθεμαι, τινί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to speak against, reply, Pind.:— to gainsay, contradict, τινί Ar.