ἀνταυγής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἀνταυγές, reflecting light, sparkling, κάλλος Sannyr.1D.; κόραι Ar.Th.902; χιών D.S.17.82: pr. n. Ἀνταύγης, of the sun, Orph.Fr.237.
Spanish (DGE)
-ές
1 luminoso, resplandeciente κάλλος Sannyr.1Suppl.Comicum, κόραι Ar.Th.902.
2 que refleja la luz χιών D.S.17.82.
German (Pape)
[Seite 245] ές, wiederglänzend, entgegenleuchtend, κόραι Ar. Th. 902; χιών, blendend, D. Sic. 17, 82.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui réfléchit la lumière ou qui renvoie la lumière.
Étymologie: ἀντί, αὐγή.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταυγής: отражающий лучи света, сверкающий (κόραι Arph.; χιών Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταυγής: -ές, ὁ ἀντανακλῶν φῶς, σπινθηροβολῶν, κόραι Ἀριστοφ. Θεσμ. 902· χιὼν Διόδ. 17. 82.
Greek Monolingual
ἀνταυγής, -ές (Α)
αυτός που ανακλά φως, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -αυγής < αύγος, αυγή].