ναυπήγιον
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
τό, shipbuilder's yard, dockyard, Ar.Av.1157, Inscr.Délos 363.41, 365.20 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 232] τό, Ort, wo Schiffe gebau't werden, Schiffswerfte; Ar. Av. 1157; D. Sic. 19, 58, vulg. ναυπηγεῖον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
chantier de constructions navales.
Étymologie: ναυπηγός.
Russian (Dvoretsky)
ναυπήγιον: τό корабельная верфь Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ναυπήγιον: τό, ὁ τόπος ἔνθα ναυπηγοῦνται πλοῖα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1157.
Greek Monolingual
ναυπήγιον, τὸ (Α)
βλ. ναυπηγείο.
Greek Monotonic
ναυπήγιον: τό, εργαστήριο ναυπηγού, ναυπηγείο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ναυπήγιον, ου, τό, [from ναυπηγός
a shipbuilder's-yard, dockyard, Ar.