μελέτωρ

From LSJ
Revision as of 09:39, 25 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέτωρ Medium diacritics: μελέτωρ Low diacritics: μελέτωρ Capitals: ΜΕΛΕΤΩΡ
Transliteration A: melétōr Transliteration B: meletōr Transliteration C: meletor Beta Code: mele/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, (μέλω) caretaker, one who cares for, an avenger, ἀμφί τινα S. El.846 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 122] ορος, ὁ, der Sorgende, Fürsorger, ἐφάνη μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει, Soph. El. 835, von dem Rächer; Suid. erkl. ὁ τιμωρούμενος πατρί

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui prend soin de, qui se charge de.
Étymologie: μέλει.

Russian (Dvoretsky)

μελέτωρ: ορος ὁ покровитель, заступник, мститель (ἀμφί τινα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μελέτωρ: -ορος, ὁ, (μέλω) ὁ φροντίζων περί τινος, τιμωρός, ἐκδικητής, ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει Σοφ. Ἠλ. 846.

Greek Monolingual

μελέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
1. αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για κάτι
2. εκδικητής, τιμωρός («ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω «προνοώ, φροντίζω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκτωρ)].

Greek Monotonic

μελέτωρ: -ορος, ὁ (μέλω), αυτός που φροντίζει για κάτι, τιμωρός, ἀμφί τινα, σε Σοφ.

Middle Liddell

μελέτωρ, ορος, ὁ, μέλω
one who cares for, an avenger, ἀμφί τινα Soph.