ἀναβαδόν
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
Adv. by mounting, ἀ. τὴν ὀχείαν ποιεῖσθαι Arist.HA 579a19.
Spanish (DGE)
(ἀναβᾰδόν) • Alolema(s): poét. ἀμβᾰδόν Opp.C.3.500
montado encima τὴν ... ὀχείαν ποιοῦνται ... οὐκ ἀναβαδόν Arist.HA 579a19, cf. Opp.l.c.
German (Pape)
[Seite 179] aufsteigend, Arist. H. A. 6, 27 im Gegensatz von κατακεκλιμένος, wie sonst ἀναβαίνων, s. unten; ἀμβαδόν Opp. C. 3, 500.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾰβᾰδόν: adv. поднявшись наверх или находясь сверху Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβᾰδόν: ἐπίρρ., δι’ ἐπιβάσεως, «καβαλλικευτά», αἱ δὲ ἄρκτοι τὴν ὀχείαν ποιοῦνται οὐκ ἀναβαδόν, ἀλλὰ κατακεκλιμέναι ἐπὶ τῆς γῆς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 30, 1.
Greek Monolingual
ἀναβαδὸν επίρρ. (Α) ἀναβαίνω
σκαρφαλωτά, καβάλα, καβαλικευτά.