ἀπαρόδευτος
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ἀπαρόδευτον, inaccessible, κρημνοί D.S.17.67.
Spanish (DGE)
-ον
1 inaccesible, insalvable κρημνοί D.S.17.67, βάραθρον Gr.Nyss.M.46.84B.
2 no transeúnte, permanente τὰ ἀ. Θεοῦ δῶρα Ephr.Syr.3.261E.
German (Pape)
[Seite 280] unzugänglich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρόδευτος: -ον, ὁ ἄνευ παρόδου, ἄβατος, κρημνοὶ Διόδ. 17. 67.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρόδευτος: неприступный, недоступный, непреодолимый (κρημνοί Diod.).