γενεάρχης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ἄρχων τοῦ γένους, IG3.1278, cf. OGI531 (Bith.); = γενάρχης (which is freq. v.l.), Apollod.2.1.4, Heraclit. All.22, Jul.Ep.89, etc.; πόλεως γ. chief, sheikh, CR Acad.Inscr. 1924.28 (Dura).
German (Pape)
[Seite 481] ὁ, = γενάρχης, Apollod. 2, 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
γενεάρχης: -ου, ὁ, = γενάρχης, Ἀπολλόδ. 2. 1, 4, καὶ μεταγ. συγγραφ., τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ. γενάρχης.