Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
Full diacritics: λίγδα | Medium diacritics: λίγδα | Low diacritics: λίγδα | Capitals: ΛΙΓΔΑ |
Transliteration A: lígda | Transliteration B: ligda | Transliteration C: ligda | Beta Code: li/gda |
A v. λίγδος 111. λιγδαρεοχύται· οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς <ς>άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις, Hsch. λιγδεύει· ἀπηθεῖ, Id.
[Seite 43] ἡ, = λίγδος, vgl. ἴγδη, VLL.
λίγδα: «ἡ ἀκόνη. καὶ ἡ ἀκονία» Ἡσύχ.