παρδαλέη
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ, leopard-skin, Il.3.17, 10.29, Hdt.7.69: prov., παρδαλέην ἐνεῖσθαι, of a shifty person, Eust.374.44; Dor. παρδᾰλέα Pi.P.4.81; Att. contr. παρδᾰλῆ Ar.Au.1250, Anaxandr.65, Corn.ND27.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, sc. δορά, Pantherfell; Il. 3, 17. 10, 29; Pind. P. 4, 143; Her. 7, 69 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
s.e. δορά;
peau de panthère.
Étymologie: πάρδαλις.
Russian (Dvoretsky)
παρδᾰλέη: дор. παρδᾰλέα ἡ (sc. δορά) барсовая шкура Hom., Her., Pind.
Greek (Liddell-Scott)
παρδᾰλέη: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δορὰ παρδάλεως, Ἰλ. Γ. 17, Κ. 29, Ἡρόδ. 7. 69· Δωρ. παρδαλέα, Πινδ. Π. 4. 143· Ἀττ. συνῃρ. παρδᾰλῆ. Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 324.
English (Autenrieth)
leopard-skin, Il. 3.17 and Il. 10.29.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. παρδαλῆ.
Greek Monotonic
παρδᾰλέη: (ενν. δορά), ἡ, το δέρμα της λεοπάρδαλης, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· Δωρ. παρδαλέα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
(sc. δορά) a leopard-skin, Il., Hdt.; doric παρδαλέα, Pind. [from παρδάλεος