παυστήριος
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
παυστήριον,
A fit for ending or fit for relieving, νόσου S.OT150.
II παυστήριον, τό, alleviation, Nic.Th.746; τοῦ κακοῦ Ar.Byz.Arg.S.OT11.
2 outwork, fence, Hsch.
3 pl., name of mountains on which Orion died, Id.
German (Pape)
[Seite 538] zum Aufhörenmachen, Stillen, Beruhigen gehörig, νόσου, Soph. O. R. 150; ὕπνος, Nic. Ther. 746.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui peut faire cesser, mettre fin à, gén..
Étymologie: παύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παυστήριος -ον [παυστήρ] in staat om tot bedaren te brengen.
Russian (Dvoretsky)
παυστήριος: останавливающий, прекращающий (νόσου Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
παυστήριος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς κατάπαυσιν ἢ ἀνακούφισιν, νόσου Σοφ. Ο. Τ. 150· ὕπνος π. Νικ. Θηρ. 746. ΙΙ. παυστήριον, τὸ, ἀνακούφισις, Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Ο. Τ.
Greek Monolingual
-ον, Α παυστήρ
1. ο κατάλληλος για κατάπαυση, απαλλαγή ή ανακούφιση από κάτι, ανακουφιστικός, λυτρωτικός («Φοῖβος... νόσου παυστήριος», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παυστήριον
α) η ανακούφιση, το ξαλάφρωμα
β) εμπόδιο, φραγμός
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Παυστήρια
τα όρη πάνω στα οποία πέθανε ο Ωρίων.
Greek Monotonic
παυστήριος: -ον, κατάλληλος για ανακούφιση ή περίθαλψη νόσου, σε Σοφ.
Middle Liddell
παυστήριος, ον,
fit for ending or relieving, νόσου Soph.