τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Full diacritics: στερεόπους | Medium diacritics: στερεόπους | Low diacritics: στερεόπους | Capitals: ΣΤΕΡΕΟΠΟΥΣ |
Transliteration A: stereópous | Transliteration B: stereopous | Transliteration C: stereopous | Beta Code: stereo/pous |
ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A solid-footed, Hippiatr.95; gloss on χαλκόπους, Sch.D Il. 8.41.
[Seite 937] ποδος, mit hartem Fuße, Schol. Il. 8, 41.
στερεόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας στερεούς, Σχόλ. εἰς Ὅμηρ., ὡσαύτως συνώνυμ. τῷ χαλκόπους.