ὑπαποκινέω
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
intr., move off secretly or softly, sneak away, c. gen., τῆς ὁδοῦ Ar.Av.1011.
German (Pape)
[Seite 1182] intr., sich heimlich od. sacht davon machen, τῆς ὁδοῦ Ar. Av. 1012.
French (Bailly abrégé)
ὑπαποκινῶ :
se détourner tout doucement : τῆς ὁδοῦ du chemin.
Étymologie: ὑπό, ἀποκινέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαποκῑνέω: слегка отстраняться, отходить: ὑ. τῆς ὁδοῦ Arph. уходить прочь; τουτὶ πονηρόν ἀλλ᾽ ὑπαποκινητέον Arph. дело плохо, надо сматываться.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαποκῑνέω: ἀμεταβ., ἀποσύρομαι σιγὰ σιγά, ἀπομακρύνομαι, ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1011. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 492.
Greek Monotonic
ὑπαποκῑνέω: μέλ. -ήσω, αμτβ., απομακρύνομαι κρυφά, κινούμαι κρυφά ή ύποπτα, με γεν., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ήσω
intr. to move off secretly, sneak away from, c. gen., Ar.