Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀήθεια

From LSJ
Revision as of 04:21, 27 September 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀήθεια Medium diacritics: ἀήθεια Low diacritics: αήθεια Capitals: ΑΗΘΕΙΑ
Transliteration A: aḗtheia Transliteration B: aētheia Transliteration C: aitheia Beta Code: a)h/qeia

English (LSJ)

Ion. ἀηθίη [ι- metri gr.], ἡ, (ἀήθης) unaccustomedness, novelty of a situation, Batr.72,Pl.Ti.18c; ἀ. τινος inexperience of a thing, Th.4.55; ὑπὸ ἀηθείας from inexperience, Pl.Tht.175d; δι' ἀήθειαν (cod. ἀλήθ-) Aen.Tact.38.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. ἀηθείη, jón. ἀηθίη; ἀηθία E.Hel.418, EM 462.14G.
1 falta de costumbre εἰς ἀήθειαν πίπτει E.Hel.418, ἐν δέ οἱ ἦτορ πάλλετ' ἀηθείῃ Batr.(l) 72, τὰ δὲ παιδάρια ... πίπτουσιν ... ὑπὸ ἀηθίης Hp.Morb.Sacr.12.2, ὄφρα κολῳὸν ἀηθείῃ φοβέωνται A.R.2.1064
carácter insólito, rareza c. gen. subjet. τῶν λεχθέντων Pl.Ti.18c, τι θαυμαστὸν ἀηθείᾳ Aristid.Or.50.7.
2 con gen. obj. inexperiencia, desconocimiento του κακοπραγεῖν Th.4.55, τόλμης Plu.2.784d, τῆς πτήσεως Gp.15.2.33, ὑπὸ ἀηθείας = por inexperiencia Pl.Tht.175d, Luc.DMar.6.2.

German (Pape)

[Seite 44] ἡ, Ungewohntheit, Batrach. 72; Plat. Theaet. 175 d; τοῦ κακοπραγεῖν Thuc. 4, 55; oft Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d'habitude, inexpérience.
Étymologie: ἀήθης.

Russian (Dvoretsky)

ἀήθεια: ион. ἀηθείηнепривычка, непривычность Batr., Plut.: ἀ. τινος Thuc. непривычка к чему-л.; ὑπὸ ἀηθείας Plat. с непривычки.

Greek (Liddell-Scott)

ἀήθεια: Ἰων. ἀηθίη, [ῑ], ἡ, (ἀήθης), ἡ καινότης καταστάσεώς τινος, Βατρ. 72· ἀήθ. τινός = ἀπειρία· Θουκ. 4. 55· ὑπὸ ἀηθείας = ἐξ ἀπειρίας, Πλάτ. Θεαίτ. 175D: ― πρβλ. ἀηθία.

Greek Monotonic

ἀήθεια: Ιων. -ίη [ῑ], (ἀήθης), έλλειψη συνήθειας, το πρωτόγνωρο κάποιας κατάστασης, σε Βατραχομ.· ἀήθειά τινος, απειρία σε κάτι, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀήθης
unaccustomedness, Batr.; ἀήθ. τινος inexperience of a thing, Thuc.