θριγκίον
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Luc.Gall.22, App.Mith.71, Just.Nov. 133.1.
German (Pape)
[Seite 1218] τό, dim. vom Folgdn, Luc. Gall. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θριγκίον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ ἑπομ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 22, Ἀππ. Μιθρ. 71.