ἐξομολόγησις
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English (LSJ)
ἐξομολογήσεως, ἡ, admission, confession, ἥττης Plu.2.987d; ἄρτου, i.e. of the possession of a loaf, J.BJ5.10.3; confession of gratitude, Ph.1.60, al.
German (Pape)
[Seite 886] ἡ, das Eingeständniß, Bekenntniß, Plut. Pericl. 13 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
aveu complet.
Étymologie: ἐξομολογέω.
}}
Russian (Dvoretsky)
ἐξομολόγησις: εως ἡ полное признание Plut.
Greek Monolingual
η (AM ἐξομολόγησις) εξομολογώ
1. πλήρης ομολογία, παραδοχή
2. αποκάλυψη και παραδοχή πταισμάτων και αμαρτιών στον πνευματικό (κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως ή μετανοίας)
νεοελλ.
εμπιστευτική αποκάλυψη μυστικών
αρχ.-μσν.
ομολογία της ευεργεσίας, ευχαριστία.
{{ls |lstext=ἐξομολόγησις: -εως, πλήρης ὁμολογία, Πλούτ. 2. 987D. 2) ἐξομολόγησις ἁμαρτιῶν, Ἑβδ. (Ἰησ. Ζ΄, 19), Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ. 280Α, Ἱππόλυτ. 621Β. C, Τερτυλλ. Ι. 1162Α, κτλ., Ὠριγ. Ι. 560Α, κτλ., Κυπριαν. Ἐπιστ. 10. 2, 11. 2, Εὐσέβ. VI. 536Α· τὸν τῆς ἐξομολογήσεως ψαλμόν, ὁ Ν΄ (ΝΑ΄) Βασίλ. IV. 764Β, Ἰω. Χρυσ. Ι. 611D, κτλ. 3) = μετάνοια, Βασίλ. IV. 672Α, 804Α. 4) = αἴνεσις, εὐχαριστία, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 14), Βασίλ. 313Α.