μελίλωτον

From LSJ
Revision as of 21:21, 1 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''")

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐλωτον Medium diacritics: μελίλωτον Low diacritics: μελίλωτον Capitals: ΜΕΛΙΛΩΤΟΝ
Transliteration A: melílōton Transliteration B: melilōton Transliteration C: meliloton Beta Code: meli/lwton

English (LSJ)

τό, Peripl.M.Rubr.49, and μελῐ-λωτος, ὁ, Sapph. Supp.25.14, Thphr. HP7.15.3:—
A melilot, Trigonella graeca, a kind of clover, so called from the quantity of honey it contained, μ. ἀνθεμώδης Sapph. l.c., cf. Cratin.98, Arist.HA627a8, Theophrastus l.c.
2 king's clover, Trigonella corniculata, Dsc.3.40.
II a tree, acc. to Str.17.3.11. [ῐ: but ῑ Nic. Th.897.]

German (Pape)

[Seite 123] τό, auch μελίλωτος, ὁ, Melilotus, eine nach Honig riechende Kleeart; Arist. H. A. 9, 40; Theophr.; Philp. 1 (VII, 2) u. A.; vgl. Strab. XVII, 831. [Ι ist bei Nic. Ther. 987 in der Arsis lang.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mélilot, plante.
Étymologie: μέλι, λωτός.

Russian (Dvoretsky)

μελίλωτον: (ῐ) τό бот. желтый донник (Melilotus cretica) Arst., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μελίλωτον: τό, ὡσαύτως μελίλωτος, ὁ, εἶδος λωτοῦ (τριφυλλίου) ἔχοντος ὀσμὴν μέλιτος· κατὰ τὸν Sibthorp ἐν Ζακύνθῳ ὀνομάζεται νυχάκι, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 7, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 40, 49, Θεόφρ. κλ. ΙΙ. δένδρον τι κατὰ τὸν Στράβ. 831. [ῐ· ἀλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Νικ. Θ. 897.]

Greek Monotonic

μελίλωτον: τό, επίσης μελί-λωτος, είδος τριφυλλιού, πλούσιο σε μέλι, σε Κρατίν. κ.λπ.

Middle Liddell

μελί-λωτον, ου, τό,
melilot, a kind of clover, rich in honey, Cratin., etc.