χειραφέτηση

From LSJ
Revision as of 18:03, 14 December 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Latvian: emancipācija, atbrīvošana;" to "Latvian: emancipācija, atbrīvošana; Latin: emancipatio;")

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χειραφετώ
2. απελευθέρωση από την εξουσία κάποιου (α. «η χειραφέτηση της γυναίκας στην εποχή μας» β. «η χειραφέτηση τών λαών του τρίτου κόσμου»)
3. τερματισμός της πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον ανήλικο, χειραφεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειραφετώ. Η λ., στον λόγιο τ. χειραφέτησις, μαρτυρείται από το 1876 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη].

Translations

emancipation

Belarusian: эмансіпацыя, вызваленне; Bulgarian: еманципация; Catalan: emancipació; Chinese Mandarin: 解放; Czech: osvobození, emancipace; Danish: frigørelse, frigørelser; Dutch: ontvoogding, emancipatie; Esperanto: emancipiĝo; Finnish: vapauttaminen, vapautus; French: émancipation; Galician: emancipación; German: Emanzipation, Freilassen, Freilassung; Greek: χειραφέτηση; Ancient Greek: ἀπελευθερισμός, ἀπελευθέρωσις, ἐκποίησις, ἐξοικείωσις, ἐξωχειριότης, καρπισμός, χειραφεσία; Ancient Greek: ἀπελευθέρωσις; Hebrew: אמנציפציה‎; Hungarian: felszabadítás, emancipáció; Japanese: 解放; Kazakh: эмансипация; Khmer: ការអោយរួចជាអ្នកជា; Kurdish Central Kurdish: ڕزگاری‎; Latvian: emancipācija, atbrīvošana; Latin: emancipatio; Macedonian: ослободување, еманципација; Polish: emancypacja, wyzwolenie; Portuguese: emancipação; Romanian: emancipare; Russian: эмансипация, освобождение; Sanskrit: मोक्ष; Spanish: emancipación; Swedish: frigörelse, emancipation; Ukrainian: емансипація, зві́льнення; Welsh: rhyddfreiniad; Yiddish: עמאַנציפּאַציע‎