εὔφθογγος

From LSJ
Revision as of 17:38, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφθογγος Medium diacritics: εὔφθογγος Low diacritics: εύφθογγος Capitals: ΕΥΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: eúphthongos Transliteration B: euphthongos Transliteration C: eyfthoggos Beta Code: eu)/fqoggos

English (LSJ)

εὔφθογγον, wellsounding, cheerful, λύρη Thgn.534; κελάδους -οτέρους A.Ch.341 (anap.); σύριγγες E.Tr.127 (lyr.); sweet-voiced, of birds, Str.15.1.69: Sup., Id.6.1.9.

German (Pape)

[Seite 1106] wohltönend, κέλαδοι εὐφθογγότεροι Aesch. Ch. 341; συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Eur. Tread. 127; sp. D., auch Strab. XV, 718; τὰ εὐφθογγότατα τῶν ζῴων 6, 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne agréablement, harmonieux;
Cp. εὐφθογγότερος, Sp. εὐφθογγότατος.
Étymologie: εὖ, φθέγγω.

Russian (Dvoretsky)

εὔφθογγος: красиво звучащий, благозвучный, мелодичный (κέλαδοι Aesch.; συρίγγων φωνή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔφθογγος: ὁ εὖ φθεγγόμενος, καλῶς ἠχῶν. εὔφθογγοι χοροὶ λύρην ὀχέων Θέογν. 534· κελάδους εὐφθογγοτέρους Αἰσχύλ. Χο. 341· συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Εὐρ. Τρῳ. 127· ἔχων γλυκεῖαν φωνήν, ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ Ὑπερθ., Στράβ. 718, πρβλ. 260.

Greek Monolingual

εὔφθογγος, -ον (Α)
1. αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῖς», Ευρ.)
2. (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά φωνή («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων πλῆθος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθόγγος.

Greek Monotonic

εὔφθογγος: αυτός που ακούγεται καλά, εύθυμος, χαρωπός, σε Θέογν., Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-φθογγος, ον
well-sounding, cheerful, Theogn., Aesch.