συνωρίδα
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Greek Monolingual
η / συνωρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α
1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα
2. (κατ' επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.)
3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα
νεοελλ.
(συν. με ειρωνική σημ.) δυάδα αδελφών, αχώριστων φίλων ή συνεργατών, δίδυμο
μσν.
κοινότητα μοναχών
αρχ.
1. (απλώς) ζεύγος αλόγων ή άλλων ζώων, όπως ημιόνων, ελεφάντων κ.ά.
2. (κυριολ. και μτφ.) καθετί το οποίο συνδέει δύο πράγματα (α. «πέδας τε χεροῑν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα», Αισχύλ.
β. «ὅπου γὰρ ἰσχὺς συζυγοὺσι καὶ δίκη, ποία ξυνωρὶς τῶνδε καρτερωτέρα;», Αισχύλ.)
3. νόμισμα με την εικόνα ή τον τύπο ζεύγους αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνήορος / συνᾱορος «στενά συνδεδεμένος» με συναίρεση τών -ηο- σε -ω- + κατάλ. -ὶς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].