ἀναφυράω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A mix up well, Hp.Mul.2.157, Thphr.Od.25; τέφραν μετ' οἴνου ἀ. IG14.966.8.
German (Pape)
[Seite 214] daran mischen, v. l. Plat. Tim. 73 e; wieder vermischen oder anfeuchten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφῡράω: ἀναμιγνύω, ζυμώνω ὁμοῦ, Ἱππ. 659. 34., 666. 9, Θθεοφρ. π. Ὀσμ. 25· τέφραν μετ’ οἴνου ἀν. Συλλ. Ἐπιγρ. 5980. 8: πρβλ. ἀναφορύσσω.