ἀναισχύντημα
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἀναισχυντήματος, τό, impudent act or speech, Hyp.Fr.226, Gal.UP10.9.
Spanish (DGE)
ἀναισχυντήματος, τό desvergüenza Hyp.Fr.226, Gal.3.801.
German (Pape)
[Seite 190] τό, unverschämte Tat, Hyperid. bei Poll. 6, 108.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναισχύντημα: ἀναισχυντήματος, τό, ἀναίσχυντος ἢ ἀναιδὴς πρᾶξις Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, Πολυδ. ϛ΄, 180.
Greek Monolingual
ἀναισχύντημα, το (Α) ἀναισχυντῶ
αναίσχυντη πράξη ή λόγος, αναίδεια.