εὐνουχισμός
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
ὁ, castration, Gal.4.576:
German (Pape)
[Seite 1084] ὁ, das Entmannen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνουχισμός: ὁ, τὸ εὐνουχίζειν, Ἰωάν. Χρυσ. τ. 2. σ. 700, Ὠριγ. ΙΙΙ. 1253Α, κλ. - εὐνουχιστής, οῦ, ὁ εὐνουχίζων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
και μουνουχισμός, ο (ΑΜ εὐνουχισμός)
εὐνουχίζω η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ευνουχίζω, χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρούνται ή καταστρέφονται οι γεννητικοί αδένες ανθρώπων και ζώων, η στείρωση.
Translations
castration
Arabic: إِخْصَاء; Bulgarian: кастрация, скопяване; Catalan: castració; Chinese Mandarin: 去勢/去势, 閹割/阉割, 腐刑, 宮刑/宫刑; Czech: kastrace; Danish: kastrering, kastration; Dutch: castratie; Finnish: kastraatio, kastrointi, kuohinta, kuohiminen; French: castration; German: Kastrierung, Hodenentfernung; Greek: ευνουχισμός; Ancient Greek: ἀποτομή, ἀποφθορά, ἔκτμησις, ἐκτομή, εὐνουχία, εὐνουχισμός, θλῖψις, καρύδωσις, ὀρχοτομία, σπαδωνισμός, τὸ ἀπόκοπον, τομά, τομή; Hebrew: סירוס; Indonesian: pengebirian; Italian: castrazione; Japanese: 去勢, 宮刑, 腐刑; Kazakh: піштіру, тарттыру; Korean: 거세(去勢), 궁형(宮刑); Latvian: kastrācija, kastrēšana; Malay: pengasian, pengembirian; Malayalam: ഷണ്ഡീകരണം, വരി ഉടയ്ക്കൽ; Norwegian Bokmål: kastrasjon, kastrering; Nynorsk: kastrasjon, kastrering; Polish: kastracja; Portuguese: castração; Russian: кастрация; Scottish Gaelic: spothadh; Spanish: castración; Swedish: kastrering; Turkish: burma, eneme, kastrasyon, iğdiş etme; Vietnamese: sự thiến