ἀξιοθαύμαστος
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ἀξιοθαύμαστον, wonder-worthy, worth marvelling at, X.Mem.1.4.4 (Comp.), Callix.1, Aristeas 282.
Spanish (DGE)
-ον
digno de admiración οἱ ἀπεργαζόμενοι εἴδωλα ... ἀξιοθαυμαστότεροι X.Mem.1.4.4, ὦ τέκνον ἀξιοθαύμαστον Ὧρε Corp.Herm.Fr.23.5, cf. Callix.1, Plu.2.983d, Longin.35.4.
German (Pape)
[Seite 269] bewundernswert, Xen. Mem. 1, 4, 4; App. civ. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d'admiration.
Étymologie: ἄξιος, θαυμάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιοθαύμαστος: достойный удивления, изумительный Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοθαύμαστος: -ον, ὁ ἄξιος θαυμασμοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1, 4, 4 (ἐν τῷ συγκρ.), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205C.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀξιοθαύμαστος, -ον)
ο άξιος θαυμασμού, αυτός που αξίζει να τον θαυμάζουν.
Greek Monotonic
ἀξιοθαύμαστος: -ον, άξιος θαυμασμού, σε Ξεν.