ποιμενικός
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ή, όν, (ποιμήν)
A of or for a shepherd, θῶκος Theoc.1.23; πίλημα Call.Fr.125; ἀγγεῖον Nic. ap. Ath.11.475d, etc.: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.R.345d.
German (Pape)
[Seite 651] hirtlich, zum Hirten od. Hirtenleben gehörig; ἡ ποιμενική, die Hirtenkunst, Plat. Rep. I, 345 d; ein Hirtenleben führend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμενικός: -ή, -όν, (ποιμήν) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ποιμένα, θῶκος Θεόκρ. 1. 23˙ πίλημα Καλλ. Ἀποσπ. 125˙ ἀγγεῖον Ἀθήν. 475D˙ κτλ.˙ ― ἡ ποιμενικὴ (ἐξυπ. τέχνη) Πλάτ. Πολ. 345D. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 110.