στρίβος
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
German (Pape)
[Seite 954] ὁ, eine schwache, seine Stimme, ἡ λεπτὴ καὶ ὀξεῖα βοή, Schol. Ar. Ach. 999, wo es von dem Piepen eines Vogels λίκιγξ unterschieden wird; scheint mit στρίζω zusammenzuhängen.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αδύνατη, ασθενής αλλά και οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. με εκφραστικό επίθημα -βος (πρβλ. ὄτοβος, φλοίσβος)].