προνώπιος
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
German (Pape)
[Seite 736] vor der Wand, außerhalb der Wände, übh. außerhalb, draußen; πῶς προνώπιος φαίνῃ πρὸς οἴκοις τοῖς ἐμοῖς ἔξω βεβώς Eur. Bacch. 635; τὸ προνώπιον, die Vorhalle; ἔσχατον χώρας Πελοπίας προνώπιον Hipp. 374; εἰς προνώπι' αὐτίχ' ἥξει Bacch. 639. Bei D. Hal. 4, 14 sind τὰ προνώπια compita, u. ἥρωες προνώπιοι lares compitales.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’offre aux regards ; fig. τὸ προνώπιον EUR l’entrée d’un pays ; τὰ προνώπια entrée d’une maison, carrefours.
Étymologie: προνωπής.