συγκολλάω

Revision as of 07:25, 29 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

glue together or cement together, IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. Alex.14: metaph., Pl.Mx.236b, Ar.V.1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.Ti.43a:—Pass., unite, of a wound, Sor.1.36.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenleimen, übh. zusammenfügen, zusammensetzen, μαρτυρίας συνεκόλλων, Ar. Vesp. 1041; εἰς ταὐτὸ τὰ λαμβανόμενα ξυνεκόλλων, Plat. Tim. 43 a; Sp., wie Luc. Alex. 21.

French (Bailly abrégé)

συγκολλῶ :
coller ensemble : τινί τι souder une chose à une autre.
Étymologie: σύν, κολλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκολλάω [σύγκολλος] aan elkaar lijmen of aan elkaar vastplakken, samenvoegen.

Russian (Dvoretsky)

συγκολλάω:
1 склеивать (τι εἰς ταὐτό Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);
2 собирать, компилировать (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.).

Greek Monolingual

συγκολλῶ, συγκολλάω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α κολλῶ
συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους
αρχ.
1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», Αριστοφ.)
2. παθ. συγκολλῶμαι, συγκολλάομαι
α) (για πληγή) επουλώνομαι
β) μτφ. συνδέομαι φιλικά με κάποιον.

Greek (Liddell-Scott)

συγκολλάω: κολλῶ ὁμοῦ, Ἀριστοφ, Σφ. 1041, Πλάτ. Μενέξ. 236Β· τινὰ εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43Α· τινί τι Λουκ. Ἀλεξ. 14.

Greek Monotonic

συγκολλάω: κολλώ ή στερεώνω μαζί, συνδέω, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

to glue or cement together, Ar., Plat.