νικαῖος
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
νικαία, νικαῖον, (νίκη) of victory or belonging to victory, θεός J.AJ3.2.5; Ζεὺς Nικαῖος, = Jupiter Victor, D.C. 47.40; ἐλπίς Nonn. D. 18.169; Πάλλας νικαία, as the giver of victory, ib. 37.623: νικαίην, Ion. for νίκην, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 255] den Sieg betreffend, Sp.; Ζεύς, der Siegverleiher, wie Παλλάς, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκαῖος: -α, -ον, (νίκη) ὁ ἀνήκων εἰς νίκην, ἐλπὶς Νόνν. Δ. 18. 169· Παλλὰς ν., ἡ παρέχουσα τὴν νίκην, αὐτόθι 37. 623· - νικαίην, ἑρμηνεύεται ὡς Ἰων. ἀντὶ νίκην, Φώτ., Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 313.
Greek Monolingual
νικαῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νίκη, ο σχετικός με τη νίκη
2. αυτός που δίνει τη νίκη, που φέρνει τη νίκη («Παλλὰς νικαία» Νόνν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικαῖον
μνημείο που έχει ανεγερθεί σε ανάμνηση νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαίος)].