μητρυιά

From LSJ
Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρυιά Medium diacritics: μητρυιά Low diacritics: μητρυιά Capitals: ΜΗΤΡΥΙΑ
Transliteration A: mētryiá Transliteration B: mētruia Transliteration C: mitryia Beta Code: mhtruia/

English (LSJ)

Dor. ματρ-, ᾶς, Ion. μητρυιή, ῆς, ἡ, Aeol. ματροία IG 12(2).257.6 (Lesbos):—

   A stepmother, Il. 13.697, Pi.P.4.162, E.Alc.305, Pl.Lg.930b, etc.    2 metaph., from the proverbial unkindness of stepmothers, Is. 12.5; ἐδικαίευ εἶναι καὶ τῷ ἔργῳ μ., i. e. not only in name, but in reality, Hdt.4.154; ἀλλότε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἀλλότε μήτηρ, of unlucky and lucky days, Hes.Op.825; μ. νεῶν, of a dangerous coast, A.Pr.727; τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ' ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας (sc. τῆς Ἀττικῆς) Pl.μχ. 237b, cf. Plu.2.201e. (Cf. Arm. mauru 'stepmother', OE. módrie 'mother's sister'.)

German (Pape)

[Seite 180] ἡ, ion. u. ep. μητρυιή, die Stiefmutter, Hom. Il. 5, 70 u. öfter, u. Folgde; Pind. P. 4, 162 in dor. Form ματρυιά; Aesch. Prom. 729; Eur. oft; Her. 4, 154; Plat. Legg. II, 672 e u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μητρυιά: Δωρ. -ματρ-, ᾶς, Ἰων. μητρυιή, ῆς, ἡ˙ - ὡς καὶ νῦν, Ἰλ., κτλ.˙ ἡ κακία καὶ σκληρότης τῶν μητρυιῶν ἦτο παροιμιώδης (πρβλ. τὸ Λατ. injusta noverca), ἐδικαίευ εἶναι καὶ τῷ ἔργῳ μ., δηλ. οὐ μόνον λόγῳ ἀλλὰ καὶ πράγματι, Ἡρόδ. 4. 154˙ ὡσαύτως, ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ, ἐπὶ ἀτυχῶν καὶ τυχηρῶν ἡμερῶν, «ἐπειδὴμήτηρ ἤπιος, ἡ δὲ μητρυιὰ κακή, εἶπεν, αἱ μὲν τῶν ἡμερῶν εἰσι μητέρες, ὡς ἂν ἀγαθαί, αἱ δὲ μητρυιαί, ὡς ἂν κακαὶ» (Σχόλ. Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 823˙ φεύγετε μητρυιῆς καὶ τάφον οἱ πρόγονοι Ἀνθ. Π. 9. 67˙ μητρυιαὶ προγόνοισιν ἀεὶ κακὸν αὐτόθι 68˙ - μεταφορ., μ. νεῶν, ἐπὶ κινδυνώδους ἀκτῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 727˙ οὕτω περὶ τῶν κατοίκων τῆς Ἀττικῆς ὡς γεννηθέντων ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀττ. γῆς λέγεται: τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ’ ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας Πλάτ. Μενέξ. 237Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 201Β, Velleius Paterculus (Λατ. Ἱστορικ.) 2. 4, 4.