ἡμέτερος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Dor. ἁμέτ-, Aeol. ἀμμέτ-, α, ον, (ἡμεῖς)
A our, Il.2.374, etc.; εἰς ἡμέτερον (sc. δῶμα) Od.2.55, 17.534; so ἡμέτερόνδε 8.39, 15.513; ἐφ' ἡμέτερ' ib.88, Il.9.619; ἐν ἡμετέρου Hdt.1.35, 7.8.δ; ἡ ἡ. (sc. χώρα) Th.6.21, etc.; τὸ ἡ. our case, Pl.Ti.27d; τὸ ἡ. γέλωτ' ἂν πάμπολυν ὄφλοι Id.Lg.778e, etc.; τὰ ἡ. φρονεῖν to take our part, X. HG6.3.14, etc.; ἄνδρες ἡ. they are in our power, Pl.R.556d, cf. X. Cyr.2.3.2; ἡ. κέρδη τῶν σοφῶν,= ἡμῶν τῶν σοφῶν, Ar.Nu.1202; ἡμέτερον αὐτῶν [οἰκοδόμημα],= ἡμῶν αὐτῶν, Pl.Grg.514b; representing an objective gen., τὸ ἡ. δέος fear of us, Th.1.77; εἰς τὴν ἡ. διδασκαλίαν Ep.Rom.15.4. II sts. for ἐμός, Od.11.562, al., Theoc.2.31, etc.; τὰ ἡ. my property, PRyl.114.18 (iii A.D.); so in Imperial titles, as ἡ ἡ. ἡμερότης Just.Nov.115Pr.
German (Pape)
[Seite 1167] unser, von Hom. an, Il. 1, 30, überall; νεῖσθαι ἐφ' ἡμέτερα, ἡμέτερόνδε ἰέναι, sc. δῶμα, Od. 15, 88. 512; ähnlich ἐν ἡμετέρου Her. 1, 35. 7, 84; – τὸ ἡμέτερον, was uns betrifft, wir, Plat. Tim. 27 d Legg. VI, 778 d IX, 860 c; – dor. ἁμέτερος, Pind., Tragg. Vgl. ἀμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμέτερος: Δωρ. ἁμέτ-, α, ον, (ἡμεῖς) ἰδικός μας, Λατ. noster, Ὅμ. καί Ἀττ.· εἰς ἡμέτερον (ἐνν. δῶμα) Ὀδ. Β. 55, Ρ. 534· οὕτως, ἡμέτερόνδε Θ. 39. Ο. 513· ἐφ’ ἡμέτερ’ Ο. 88, Ἰλ. Ι. 619· ἐν ἡμετέρου Ἠρόδ. 1. 35., 7. 8, 4· ἡ ἡμετέρα (ἐνν. χώρα) Θουκ. 6. 21, κτλ.· - τό ἡμέτερον, ὅσον δι’ ἡμᾶς, τό καθ’ ἡμᾶς, Πλάτ. Τιμ. 27D. Νόμ. 778D. κτλ.· τά ἡμέτερα φρονεῖν 443