ὀπτικός
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for sight: τὰ ὀπτικά the theory of the laws of sight, optics, Arist. Metaph.1077a5, etc.; so ἡ ὀπτική (sc. θεωρία) ib.997b20 ; -καὶ ἀποδείξεις Id.AP0.76a24 ; -κοὶ λόγοι Gal.17(2).214 ; -κὴ δύναμις Id.8.20. Adv. -κῶς Id.18(1).309.
German (Pape)
[Seite 364] zum Sehen gehörig, das Sehen betreffend; ἡ ὀπτική, sc. τέχνη od. θεωρία, die Lehre vom Sehen, die Optik, Arist. anal. post. 1, 9, wie τὰ ὀπτικά, metaph. 12, 2, 9; – ὀπτικῶς ἔχειν, Erkl. von ὀψείω, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ὅρασιν, αἱ ὀπτ. ἀκτῖνες Εὐστ. Πονημάτ. 95. 6· τὰ ὀπτικά, ἡ θεωρία τῶν νόμων τῆς ὁράσεως, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 9 κλ.· οὕτως, ἡ ὀπτικὴ (δηλ. θεωρία), αὐτόθι 2. 2, 2, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 9, 4. ― Ἐπίρρ. ὀπτικῶς Γαλην. τ. 12, σ. 290. ― Παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτίῳ: «ὀψείοντες· ὀπτικῶς ἔχοντες».