ἴλιγγος

From LSJ
Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴλιγγος Medium diacritics: ἴλιγγος Low diacritics: ίλιγγος Capitals: ΙΛΙΓΓΟΣ
Transliteration A: ílingos Transliteration B: ilingos Transliteration C: iliggos Beta Code: i)/liggos

English (LSJ)

ὁ, (ἴλλω, εἴλω)

   A spinning round; esp. swimming in the head, Hp.Aph. 3.17(pl.), Pl.R.407c (pl.); σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ἐμποιεῖν τινι Id.Lg. 892e; also, disturbance of the bowels, Nic.Al.597.    2 in pl., eddies or wreaths of smoke, A.R.4.142.    3 whirlpool, Procop.Goth.4.6.    4 agitation of mind, Plu.2.1068c:—also written εἴλιγγος, A.R. l.c., Nic. l.c., Plu.Caes.60, and codd. Pl.

German (Pape)

[Seite 1251] ὁ (ἴλλω, εἴλω), das Drehen, der Schwindel, wo sich Alles mit dem Menschen umzudrehen scheint; Hippocr.; κεφαλῆς τινας διατάσεις καὶ ἰλίγγους Plat. Rep. III, 407 c; μὴ σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ὑμῖν ἐμποιήσῃ Legg. X, 892 e; Sp., wie συγχύσει καὶ ἰλίγγῳ κατειλημμένος Luc. Nigr. 35; Verwirrung, Plut. adv. stoic. 20. – Bei Ap. Rh. 4, 142 u. a. Sp. auch εἴλιγγος.

Greek (Liddell-Scott)

ἴλιγγος: ὁ, (ἴλλω, εἴλω) ὁ τῆς κεφαλῆς σκοτισμός, ζάλη τῆς κεφαλῆς τοιαύτη, ὥστε νὰ νομίζῃ τις ὅτι περιστρέφονται τὰ πάντα περὶ ἑαυτόν, Λατ. vertigo, λιποθυμία, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Πολ. 407C· σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ἐμποιεῖν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ· 892Ε· ὡσαύτως, ταραχή, διατάραξις τῆς κοιλίας, Νικ. Ἀλεξιφ. 610 2) ἀνεμοστρόβιλος κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 142. 3) διατάραξις φρενῶν, Πλούτ. 2. 1068C. - Ὡσαύτως φέρεται εἴλιγγος Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. Νικ. Ἀλεξιφ. 609. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «ἴλιγγος καὶ ἶλιξ· ὁ τῆς κεφαλῆς σκοτισμός. ὁ γὰρ τῶν ἐντέρων θόρυβος ἰλεὸς λέγεται, ὁ σπαραγμός· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὴν τῶν πραγμάτων ταραχήν».