αὖτε

From LSJ
Revision as of 11:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὖτε Medium diacritics: αὖτε Low diacritics: αύτε Capitals: ΑΥΤΕ
Transliteration A: aûte Transliteration B: aute Transliteration C: ayte Beta Code: au)=te

English (LSJ)

Adv., (αὖ, τε):—used by Hom.

   A like αὖ,    I of Time, again, Il.1.202, 2.105,370, al.; freq. δὴ αὖτε 1.340, 2.225, and with crasis, δαὖτε Alcm.36, δηὖτε Archil.60, Sapph.40, Alc.19.1, Hippon. 78.    II to mark Sequence or Transition, again, furthermore, ἕκτον δ' αὖτ' Ὀδυσῆα Il.2.407; Δαρδανίων αὖτ' ἦρχεν . . Αἰνείας ib.819, cf. 826, etc.; esp. in speeches, τὸν δ' αὖτε προσέειπε . . him in turn addressed... 3.58, al.; ἀμφί μοι αὖτε ἄναχθ' ἑκαταβόλον ἀειδέτω φρήν Terp.2, cf. Ar.Nu.595; ἥδ' αὖθ' ἕρπει S.Tr.1009 (lyr.).    2 on the other hand, on the contrary, sts. opp. μέν (instead of δέ), Il.1.237, Od. 22.6; coupled with δέ, h.Cer.137, A.Pers.183, Th.5,Ag.553.—Freq. in A., once in S., never in E.; not in Prose; Com. only in Dact. and Anap. in Epic reminiscences, Cratin.169, Ar.Pax1270, Metag. 4.2 (prob.); νῦν αὖτε λεῲ προσέχετε τὸν νοῦν Ar.V.1015.

German (Pape)

[Seite 395] p. = αὖ, 1) wiederum, eine Wiederholung bezolehnend, gleichfalls, Il. 18, 243 u. öfter; Ar. Nub. 595 Lys. 66. – 2) häufiger bezeichnet es einen Uebergang od. Gegensatz, aber, Hom. u. Tragg.; entspricht auch geradezu einem vorangegangenen μέν, z, B. Od. 22, 6; Pind. vrbdt öfter δ' αὖτε; so auch att. Dichter.

Greek (Liddell-Scott)

αὖτε: ἐπίρρ. (αὖ, τε, ἔνθα τὸ τε εἶναι πλεοναστικὸν ὡς ἐν τοῖς ὃστε, ἄλλοτε, κτλ.) ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. ὡς τὸ αὖ, Ι. ἐπὶ χρόνου, Ἰλ. Α. 202, 340., Β. 105, 225, 370, κτλ. ΙΙ. πρὸς δήλωσιν ἀκολουθίας, ἐπαλληλίας, πάλιν, παραιτέρω, πρὸς τούτοις, προσέτι, ἕκτον δ᾿ αὖτ᾿ Ὀδυσῆα Ἰλ. Β. 407· Δαρδανίων αὖτ᾿ ἦρχεν Αἰνείας αὐτόθι 819. πρβλ. 826, κτλ.· κυρίως ἐπὶ ἀγορεύσεων, τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Γ. 58, κτλ.· ἥδ᾿ αὖθ᾿ ἓρπει Σοφ. Τρ. 1009. 2) ἐξ ἄλλου μέρους, ἐκ τοῦ ἐναντίου, ἐντεῦθεν ἐνίοτε ἀντιτίθεται τῷ μὲν ἀντὶ τοῦ δέ, Ἰλ. Α. 237, Ὀδ. Χ. 5, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 137, Κρατῖνος ἐν «Πηλαίᾳ» 1, Ἀριστοφ. Νεφ. 595, Σφ. 1015, Λυσ. 66, ἢ συνδυάζεται μετὰ τοῦ δὲ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 183, Θήβ. 5. Ἀγ. 553: ― οὗτοςτύπος εὕρηται συχν. παρ᾿ Αἰσχύλ., ἅπαξ παρὰ Σοφ., οὐδαμοῦ παρ᾿ Εὐρ.· ἂν καὶ παρὰ κωμικοῖς δὲν εἶναι σπάνιος, παρὰ τοῖς πεζοῖς ἐν τούτοις οὐδόλως φαίνεται ἀπαντῶν που.